σώσμα, το [‘sozma]

σώσμα, το [‘sozma]: η τελευταία ποσότητα του κρασιού που παίρνουμε από το βαρέλι. [σωσ- (σώνω) -μα (διαφ. το μσν. σώσμα ‘σώσιμο’)].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από