σφάλαχτο, το [‘sfalaxto]: είδος αγκαθωτού θάμνου. [ελνστ. ἀσπάλαθος]· ασπάλαθρος. Θάμνος ακανθώδης: (Pιμ. κόρ. 592 κριτ. υπ). [αρχ. ουσ. ασπάλαθος. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.].
Και: https://ilialang.gr/ασφαλαχτός-ο/
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o