στασό, το [sta’ʃo]: στάση, ξεκούραση για λίγο: ‘Δεν έχει στασό αυτός’ (δεν κάθεται ποτέ). [λόγ. < αρχ. στάσιμον].
στασό, το [sta’ʃo]
από
Ετικέτες:
στασό, το [sta’ʃo]: στάση, ξεκούραση για λίγο: ‘Δεν έχει στασό αυτός’ (δεν κάθεται ποτέ). [λόγ. < αρχ. στάσιμον].
από
Ετικέτες: