στάλος, ο [‘stalos]: τόπος σκιερός στον οποίο αναπαύεται το κοπάδι τα μεσημέρια του καλοκαιριού. [ελνστ. στάλ(η) ‘χώρος συγκέντρωσης κοπαδιού΄ μεταπλ. σε αρσ. -ος ίσως κατά το στάβλος].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o