σπυραλατιστός [spiralati’stos]

σπυραλατιστός, -ή, -ό [spiralati’stos]: το βραστό κρέας με αλάτι χοντρό. [< σπυρ(ί) + αλατ(ισμένος) –ιστός].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: