σπολλάτη [spo’lati] επιφ.: συνήθ. ειρωνικά, ευχαριστώ, μπράβο, πάλι καλά! [μσν. *σπολλάτη (πρβ. μσν. πολλάτη) < φρ. εις πολλά έτη με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αποφυγή της χασμ. (σύγκρ. στο, δες στο σε)].
σπολλάτη [spo’lati]
από
Ετικέτες:
σπολλάτη [spo’lati] επιφ.: συνήθ. ειρωνικά, ευχαριστώ, μπράβο, πάλι καλά! [μσν. *σπολλάτη (πρβ. μσν. πολλάτη) < φρ. εις πολλά έτη με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αποφυγή της χασμ. (σύγκρ. στο, δες στο σε)].
από
Ετικέτες: