σπιθάρι, το [spi’θari]

σπιθάρι, το [spi’θαρι]: κοιλότητα στους βράχους που σταματούσε το νερό.

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από