σπάρτο, το [‘sparto]: θάμνος με μακριούς λεπτούς κλώνους και ευωδιαστά κίτρινα άνθη, που τους χρησιμοποιούν για να κατασκευάζουν είδη καλαθοπλεκτικής, σκούπες, σκοινιά κτλ., ή για να κοσμούν δρόμους, φράχτες κτλ. [< αρχ. σπάρτον].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o