σουρουκλεμές, ο [surukle’mes]: α. διασυρμένη και ξεφτιλισμένη γυναίκα. β. το στενό παντελόνι. [τουρκ. sürükle(n)me(k) ‘σέρνω, σέρνομαι, κάνω άσχημη ζωή΄ -ς].
σουρουκλεμές, ο [surukle’mes]
από
Ετικέτες:
σουρουκλεμές, ο [surukle’mes]: α. διασυρμένη και ξεφτιλισμένη γυναίκα. β. το στενό παντελόνι. [τουρκ. sürükle(n)me(k) ‘σέρνω, σέρνομαι, κάνω άσχημη ζωή΄ -ς].
από
Ετικέτες: