σουβλερός [suvle’rοs]

σουβλερός, -ή, -ό [suvle’rοs]: που καταλήγει σε οξύ άκρο, που είναι σαν σουβλί· μυτερός. [σουβλ(ί) -ερός].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: