σμπαράλια, τα [zba’raʎa]

σμπαράλια, τα [zba’raʎa]: α. κάνω κτ. κομμάτια, θρύψαλα, συντρίμμια. β. γίνομαι ερείπιο, διαλύομαι από κούραση, αρρώστια, στενοχώρια κτλ. [παλ. ιταλ. θηλ. sbaraglia ‘σκόρπισμα΄ που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από