σκουράντζος, ο [sku’randzos]

σκουράντζος, ο [sku’randzos]: α. η παστή ρέγκα. β. (μτφ.) ο αδύναμος άνθρωπος: ‘Πως είναι ο καημένος, σα σκουράντζος!’.

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από