ΔΠΗ
σκιάζω [‘sciazo]: τρομάζω, φοβίζω κπ.: ‘Mη σκιαχτείτε!’. [αρχ. σκιάζω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: