σηκωπιθώνομαι [sikopi’θonome]

σηκωπιθώνομαι [sikopi’θonome]: α. σηκώνομαι και κάθομαι. β. μεταφέρω από σπίτι σε σπίτι κουτσομπολιά. [< σήκω + πιθώνομαι (κάθομαι κάτω)].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: