ΔΠΗ
Σέπομαι [‘sepome]: σαπίζω < [αρχ. σήπομαι ‘σαπίζω’]. Απόσπασμα από δημοτικό τραγούδι “μήλο αν σου στείλω σέπεται…, κυδώνι μαραγκιάζει”.
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: