ΔΠΗ
Σβουγκουνάω [zvugu’nao]: πετάω δυνατά και περιστροφικά κάτι. Έκφραση: «του σβουγκούνισα μια πέτρα». Ίσως, ηχομιμητικό.
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: