σάλα, η [‘sala]

σάλα, η [‘sala]: α. το μεγαλύτερο και συνήθ. το ωραιότερο δωμάτιο του σπιτιού, που προορίζεται για την υποδοχή των επισκεπτών· σαλόνι. β. μεγάλη αίθουσα, συνήθ. σε ξενοδοχείο, για χορούς, δεξιώσεις κτλ. [ιταλ. sala].


Δημοσιεύτηκε

σε

από