σακάτου [sa’katu]

σακάτου [sa’katu]: προς τα κάτω. [< (ί)σα κάτ(ω) -ου].

Και: https://ilialang.gr/σαίσια-κά-κάτου/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: