ρούγα, η [‘ruγa]

ρούγα, η [‘ruγa]: δρόμος ή πλατεία, συνοικία: ‘Κάθε τόπος και ζακόνι κάθε γειτονιά και ρούγα’ [μσν. ρούγα < ιταλ. ruga].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από