πριόβολος, ο [‘priovolos]

πριόβολος, ο [‘priovolos]: ατσάλινο αντικείμενο, εξάρτημα του τσακμακιού, με το οποίο χτυπούσαν τις τσακμακόπετρες για να βγάλουν σπίθες. [*πυρόβολος με μετάθ. του [r] < αρχ. πυροβόλος ‘που ρίχνει φωτιά΄ (για αναμμένα βέλη) με μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ.· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από