πούντα, η [‘punda]: το κρυολόγημα: ‘ Άρπαξε μια (γερή) πούντα’. [παλ. ιταλ. punta].
Και: https://ilialang.gr/πούδιασμα-το/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
πούντα, η [‘punda]: το κρυολόγημα: ‘ Άρπαξε μια (γερή) πούντα’. [παλ. ιταλ. punta].
Και: https://ilialang.gr/πούδιασμα-το/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
από
Ετικέτες: