πουμπώνω [pu’bono]

πουμπώνω [pu’bono]: α. γεμίζω ένα χώρο με καπνό, καπνίζω. β. θυμώνω, νευριάζω. γ. βουλώνει η μύτη μου.

Και: https://ilialang.gr/πούμωσε/

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από