ΔΠΗ
ποστάκος [po’stakos]: ο καταφερτζής. [ιταλ. post(o) ‘ελέγχω τα επίκαιρα σημεία’ -άκος].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: