πομπή, η [po’bi]

πομπή, η [po’bi]: διαπόμπευση, διασυρμός,  ντροπή, ατιμία, αίσχος, ηθικό παράπτωμα: ‘Όλη η γειτονιά ξέρει τις πομπές της / του’. [αρχ. πομπή (η σημ. μσν. κατά το πομπεύω)].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από