ποδοστατώ [poðosta’to]

ποδοστατώ [poðosta’to]: στέκομαι στα πόδια μου μετά από ανάρρωση. [πόδ(ι) –ο- στέκομαι].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: