ΔΠΗ
πλοχεριά, η [ploçe’rʝa]: μια χούφτα τρόφιμα. [μσν. (α) πλοχεριά < απλοχέρ(ης) -ιά].
Και: https://ilialang.gr/απλοχεριά-η/
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: