πεντάρφανος, -η, -ο [pe’darfanos]: αυτός που είναι ορφανός και από τους δύο γονείς. [πεντ(ε)α- + ορφαν(ός) -ος με αποβ. του [o] για αποφυγή της χασμ.].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
πεντάρφανος, -η, -ο [pe’darfanos]: αυτός που είναι ορφανός και από τους δύο γονείς. [πεντ(ε)α- + ορφαν(ός) -ος με αποβ. του [o] για αποφυγή της χασμ.].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o