πατατούκα, η [pata’tuka]: είδος χοντρού και κοντού αντρικού παλτού: ‘Έβαλε μια πατατούκα και ήρθε’. [βεν. patatuc(o) -α κατά τη λ. κάπα (αρχικά για ναυτικούς)].
πατατούκα, η [pata’tuka]
από
Ετικέτες:
πατατούκα, η [pata’tuka]: είδος χοντρού και κοντού αντρικού παλτού: ‘Έβαλε μια πατατούκα και ήρθε’. [βεν. patatuc(o) -α κατά τη λ. κάπα (αρχικά για ναυτικούς)].
από
Ετικέτες: