παρμάρα, η [pa’rmara]

παρμάρα, η [pa’rmara]: αρρώστια γιδοπροβάτων. [παρμ- (παρμός) -άρα].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από