παρλαπίπας, ο [parla’pipas]

παρλαπίπας, ο [parla’pipas]: ως χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαιρετικά φλύαρου, ανόητου και κομπαστή· φαφλατάς. [παρλαπίπ(α) -ας].


Δημοσιεύτηκε

σε

από