παρασάνταλος, -η, -ο [para’sadalos]: για άνθρωπο που δεν έχει μέτρο, τάξη σε αυτά που λέει ή κάνει, που είναι άτσαλος, ασουλούπωτος στη συμπεριφορά ή στην κίνηση. [παρα- σαντάλ(ι) -ος].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o