παναίριος, -α, -ο [pa’nerʝos]: εκλεκτός, θαυμάσιος, εξαιρετικός. [πανώριος < παν- ωραίος].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
παναίριος, -α, -ο [pa’nerʝos]: εκλεκτός, θαυμάσιος, εξαιρετικός. [πανώριος < παν- ωραίος].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o