όπαλα [‘opala]

όπαλα [‘opala] (επιφ.) : συνοδεύει το ταχτάρισμα μωρού ή μικρού παιδιού.  [τουρκ. hoppala ‘μπρος, πήδα΄].


Δημοσιεύτηκε

σε

από