ξόβεργα, η [‘ksoverγa]

ξόβεργα, η [‘ksoverγa]: μικρό κλαδί ή βέργα αλειμμένη με ιξό ή με άλλη κολλητική ουσία, που χρησιμοποιείται ως παγίδα για μικρά συνήθ. ωδικά πουλιά: Στήνανε ξόβεργες και πιάνανε καρδερίνες. Πιάστηκε / σπαρταρούσε σαν το πουλί στις ξόβεργες. [μσν. *ιξόβεργα (πρβ. μσν. ξόβεργον) (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [i-ikso > ikso > i-kso] ) < ιξ(ός) -ο- + βέργα· μσν. ξόβεργον < ιξόβεργον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < ιξ(ός) -ο- + βέργ(α) -ον].

Και: https://ilialang.gr/ξόβεργο-το-ksoverγo/

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από