ξεσυνερίζομαι [ksesine’rizome]: α. δίνω υπερβολική σημασία σε κτ., πειράζομαι, ενοχλούμαι από κτ. που έχει λεχθεί ή έχει γίνει σε βάρος μου, παραβλέποντας τις ειδικές συνθήκες που επιβάλλουν να αναγνωρίσω στο άτομο αυτό κάποια ελαφρυντικά: ‘Mη με ξεσυνερίζεσαι· γριά γυναίκα είμαι’. β. εμπιστεύομαι. [μσν. ξεσυνερίζομαι < ξε- συνερίζομαι].
ξεσυνερίζομαι [ksesine’rizome]
από
Ετικέτες: