λάμπαδος, ο [la’mbaðos]: η μεγάλη φωτιά: ‘Έπιασε ένας λάμπαδος και ξάκρισαν τα ζωντανά!’. [λαμπάδ(α) -ος].
λάμπαδος, ο [la’mbaðos]
από
Ετικέτες:
λάμπαδος, ο [la’mbaðos]: η μεγάλη φωτιά: ‘Έπιασε ένας λάμπαδος και ξάκρισαν τα ζωντανά!’. [λαμπάδ(α) -ος].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση