ξεπεζεύω [ksepe’zevo]

ξεπεζεύω [ksepe’zevo]: α. κατεβαίνω από άλογο. β. (μτφ.) Φράση: ‘Όλοι αυτοί θα ξεπεζέψουν στο σπίτι μας;’ (θα μείνουν να φάνε και να κοιμηθούν;) [μσν. ξεπεζεύω < ξε- πεζεύω κατά το ξεκαβαλικεύω].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από