ΔΠΗ
ξελακκώνω [ksela’kono]: βγάζω το χώμα γύρω από τη ρίζα. [ξε- λάκ(ος) –ώνω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: