ξεκωλωμένη, η [ksekolo’meni]: υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα που επιλέγει πολλούς ερωτικούς συντρόφους. [ξε- κωλώ(νω) -μένη].
ξεκωλωμένη, η [ksekolo’meni]
από
Ετικέτες:
ξεκωλωμένη, η [ksekolo’meni]: υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα που επιλέγει πολλούς ερωτικούς συντρόφους. [ξε- κωλώ(νω) -μένη].
από
Ετικέτες: