ξεγκοφιάζουμαι [ksego’fʝazume]: α. εξαρθρώνομαι. β (μτφ.) κουράζω κπ. υπερβολικά, τον καταπονώ: Ξεγκοφιαστήκαμε από το περπάτημα. [ξε- γοφ(ός) -ιάζουμαι].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
ξεγκοφιάζουμαι [ksego’fʝazume]: α. εξαρθρώνομαι. β (μτφ.) κουράζω κπ. υπερβολικά, τον καταπονώ: Ξεγκοφιαστήκαμε από το περπάτημα. [ξε- γοφ(ός) -ιάζουμαι].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o