ξεβραχιολίζουμαι [ksevraço’lizume]: σηκώνω ψηλά τα μανίκια μου. [ξε –βραχιόλ(ι) –ίζομαι].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
ξεβραχιολίζουμαι [ksevraço’lizume]: σηκώνω ψηλά τα μανίκια μου. [ξε –βραχιόλ(ι) –ίζομαι].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o