νυφιάτικος, ο [ni’fcatikos]

νυφιάτικος, ο [ni’fcatikos]: ο χορός της νύφης την ημέρα του γάμου: ‘Nυφιάτικος χορός’. [νύφ(η) -ιάτικος].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από