ντρίλι, το [‘drili]: είδος φτηνού βαμβακερού υφάσματος που το χρησιμοποιούσαν κυρίως για να φτιάχνουν παντελόνια. [αγγλ. drill -ι].
ντρίλι, το [‘drili]
από
Ετικέτες:
ντρίλι, το [‘drili]: είδος φτηνού βαμβακερού υφάσματος που το χρησιμοποιούσαν κυρίως για να φτιάχνουν παντελόνια. [αγγλ. drill -ι].
από
Ετικέτες: