ΔΠΗ
ντιπ [‘dip]: (επίρρ. τροπ.) τελείως, ολότελα: ‘Είναι ντιπ για ντιπ χαζός’. [τουρκ. dip ‘πάτος, κατώτατο σημείο΄].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: