ντιβανοκασέλα [divanoka’sela]

ντιβανοκασέλα, η [divanoka’sela]: έπιπλο του οποίο το πάνω μέρος χρησιμοποιείται για ανάπαυλα ή ως κάθισμα και το εσωτερικό διαθέτει αποθηκευτικό χώρο. [ντιβάν(ι) -ο- + κασέλα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από