ντέρτι, το [‘derti]

ντέρτι, το [‘derti]: στενοχώρια, καημός συνήθ. ερωτικός: ‘Έχει ντέρτια και σεβντά’. [τουρκ. dert (από τα περσ.) -ι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από