ντερλικώνω [derli’kono]

ντερλικώνω [derli’kono]: τρώω υπερβολικά. [τουρκ. dirlik ‘άνετη ζωή, πλούτος΄ -ώνω με τροπή του άτ. [ir > er] ].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από