νταμπουράς, ο [dabu’ras]: γενική ονομασία για μια σειρά από λαϊκά όργανα της οικογένειας του λαγούτου: ‘Παίζω τον νταμπουρά’. [μσν. ταμπουράς < τουρκ. tambura -ς (από τα περσ. ή μέσω του αραβ. tanbūr)].
νταμπουράς, ο [dabu’ras]
από
Ετικέτες:
νταμπουράς, ο [dabu’ras]: γενική ονομασία για μια σειρά από λαϊκά όργανα της οικογένειας του λαγούτου: ‘Παίζω τον νταμπουρά’. [μσν. ταμπουράς < τουρκ. tambura -ς (από τα περσ. ή μέσω του αραβ. tanbūr)].
από
Ετικέτες: