νταμπλάς, ο [da’blas]: συγκοπή. [ντ-: τουρκ. damla -ς με ανάπτ. [b] ανάμεσα στο [m] και το [l] για διευκόλυνση της άρθρ.· τ-: αποηχηροπ. του αρχικού [d > t] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα – ντομάτα].
Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf