ΔΠΗ
μπουχλάμι [bu’xlami]: (επιρρ. τροπικό) φτάνει πια: ‘Μπουχλάμι σ’έχω’ (μου κάθεσαι στο στομάχι).
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: